- λειπυριώδης
- λειπυριώδης, -ῶδες (Α)βλ. λιπυριώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπυριώδης — και λειπυριώδης, ῶδες (Α) [λιπυρία] αυτός που παρουσιάζει συμπτώματα λιπυρίας («λιπυριώδης πυρετός», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek